παράνομος

παράνομος
παράνομος, ον (Trag., Thu.+; ins, pap, LXX; TestSol 6:4 P [adv.-νόμως TestSol 4:2 D]; TestLevi 14:6; ParJer 4:8; 21; EpArist 240; Philo; Jos., Ant. 18, 38, Vi. 26; 80; Ar., Just.; Mel., P.; Ath., R. 23 p. 76, 24) pert. to being contrary to the law, lawless. In our lit. only of pers., and subst. in pl. οἱ παράνομοι the evil-doers (Menand., Peric. 186 S. [=66 Kö.]; Socrat., Ep. 28, 6; Job 27:7; Ps 36:38; Pr 2:22 al.) 1 Cl 45:4 (w. ἄνομοι, ἀνόσιοι); Hs 8, 7, 6 (w. διχοστάται).—DELG s.v. νέμω. M-M s.v. παρανομία.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παράνομος — lawless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράνομος — η, ο / παράνομος, ον, ΝΜΑ 1. (για ενέργειες, καταστάσεις και πράγματα) αυτός που γίνεται, συμβαίνει ή υπάρχει κατά παράβαση τών νόμων, που δεν είναι σύμφωνος με τους νόμους και τους κανόνες δικαίου και βρίσκεται σε αντίθεση με τα καθιερωμένα ήθη… …   Dictionary of Greek

  • παράνομος — η, ο αυτός που είναι έξω από το νόμο ή ενεργεί κατά παράβαση, αντίθετα προς το νόμο, ο άδικος: Οι πειρατικοί ραδιοσταθμοί είναι παράνομοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρανομώτερον — παράνομος lawless masc acc comp sg παράνομος lawless neut nom/voc/acc comp sg παράνομος lawless adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρανομωτάτων — παράνομος lawless fem gen superl pl παράνομος lawless masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρανομώτατα — παράνομος lawless adverbial superl παράνομος lawless neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρανομώτατον — παράνομος lawless masc acc superl sg παράνομος lawless neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρανόμω — παράνομος lawless masc/fem/neut nom/voc/acc dual παράνομος lawless masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρανόμως — παράνομος lawless adverbial παράνομος lawless masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράνομον — παράνομος lawless masc/fem acc sg παράνομος lawless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρανομωτάτην — παράνομος lawless fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”